πατέρας

πατέρας
ο
πληθ. -ες και -άδες, και πατερούλης, ο και πατεράκης, ο γονιός, προστάτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατέρας — ο βλ. πατήρ …   Dictionary of Greek

  • πατέρας — πατήρ pitṛs̥u masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δουμάς, Αλέξανδρος (πατέρας) — (Alexandre Dumas, Βιλέρ Κοτρέ 1802 – Διέπη 1870). Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος στρατηγού του Ναπολέοντα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Βιλέρ Κοτρέ και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1823. Είχε λάβει… …   Dictionary of Greek

  • οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • Αβεσαλώμ — (= Πατέρας ειρήνης).Βιβλικό πρόσωπο.Τριτότοκος γιος του Δαβίδ από τη Μααχά, κόρη του βασιλιά της Γεσίφ Θολμί. Ο Α. γεννήθηκε στη Χεβρώνα και ήταν γνωστός στο βασίλειο των Ισραηλιτών για τη σπάνια ομορφιά του. Σκότωσε τον Αμνών, τον μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αμράμ — Πατέρας του Ααρών και του Μωυσή, εγγονός του Λευί. Με το όνομα αυτό αποκαλούνται περιληπτικά όλοι οι απόγονοί του …   Dictionary of Greek

  • Ανού — Πατέρας των θεών του ουρανού στη θρησκεία των αρχαίων Βαβυλωνίων. Ήταν αρχηγός της θείας Τριάδας, που την αποτελούσαν ο Α. μαζί με τον Ενλίλ και την Έα. Το όνομα του Α. βρίσκεται στις αρχαιότερες βαβυλωνιακές επιγραφές και είχε την πρωτοκαθεδρία… …   Dictionary of Greek

  • Σωφρονίσκος — Πατέρας του Αθηναίου φιλόσοφου Σωκράτη. Καταγόταν από το δήμο Αλωπεκής και ήταν γλύπτης ή λιθουργός. Έζησε στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Γλυπτικά του έργα δεν διασώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Τελεσικλής — Πατέρας του ποιητή Αρχίλοχου (725 650 π.Χ.), που οδήγησε με εντολή του μαντείου των Δελφών αποικία Παρίων στη Θάσο …   Dictionary of Greek

  • Φορωνεύς (-έας) — Πατέρας των ανθρώπων, εφευρέτης της φωτιάς, φορέας του πολιτισμού και διαιτητής στη διαμάχη μεταξύ Ποσειδώνα και Αθηνάς για το Άργος. Τον αναφέρει ο Βοιωτός λογογράφος Ακουσίλαος (5ος αι. π.Χ.) στις Γενεαλογίες του, που άντλησε μάλιστα στοιχεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”